-
1 διαστρεφω
1) выворачивать, искривлять(τὰ μέλη διεστραμμένα Plat.; οἱ ὄνυχες τοῦ ἀετοῦ διαστρέφονται Arst.)
διεστράφην ἰδών Arph. — я (чуть не) вывернул себе шею глядя;διαστρέψαι τὰς ὀφθαλμούς Arst. тж. med. — скосить глаза;διαστραφῆναι τέν διάνοιαν Luc. — свихнуться, спятить2) поворачиватьἴχνος δ. Aesch. — свернуть со своего пути
3) искажать(πρόσωπον διεστραμμένον Arst.)
4) извращать(νόμους Isae.; τἀληθές Dem.; γνώμας Plut.)
5) развращать, совращать(τοὺς ἀρίστους ἄνδρας Arst.; διαστρέφεσθαι ὑπὸ τοῦ κόλακος Polyb.)
6) приводить в замешательство, опрокидывать(φάλαγγα Polyb.)
-
2 ορθοω
1) поднимать(τινα Hom.; κάρα, πρόσωπον Eur.)
ἕζετο δ΄ ὀρθωθείς Hom. — (Агамемнон) поднялся (с постели) и сел;ὀρθωθεὴς ἐπ΄ ἀγκῶνος Hom. — приподнявшись на локте, опершись на локоть2) делать прямым, выпрямлять(τὰ διεστραμμένα Arst.)
ὀρθούμενος Xen. — выпрямившись, держась прямо (ср. 5);ὀρθοῦσθαι Soph. — держаться прямо, т.е. существовать;ὀρθοῦται κανών Soph. — линейка пряма3) воздвигать, сооружать(ἔρυμα λίθοις Thuc.; Ζηνὸς βρέτας Eur.)
ὀ. ὕμνον Pind. — сложить гимн4) направлять в цель, давать нужное направлениеἢν τόδ΄ ὀρθωθῇ βέλος Soph. — если эта стрела попадет в цель;
ὀ. πόλιν Soph. — мудро править государством;ὧδε ποιήσας, ὀρθώσεις μὲν σεωυτόν Her. — сделав это, ты и себя осчастливишь;ὀ. ἀγῶνας Aesch. — обеспечить успех в борьбе;ὀ. συμφοράς τινι Aesch. — даровать счастье (успех) кому-л.5) pass. удаваться, преуспевать(ἢν ἥ διάβασις μέ ὀρθωθῇ Her.)
πόλις ὀρθουμένη Thuc. — процветающий город;τὸ ὀρθούμενον Thuc. — удача, успех6) приводить в порядок, восстанавливать, исправлять, улучшать(πάλιν τὰ πόλεως Soph.; οἶκον πατρῷον Eur.)
νῦν δ΄ ὤρθωσας στόματος γνώμην Aesch. — теперь-то ты высказал правильную мысль;ὀρθοῦσθαι γνώμην Eur. — опомниться, прийти в себя;οἱ ὀρθούμενοι Soph. — соблюдающие порядок, дисциплинированные (ср. 2)7) pass. быть правильным, справедливымοὕτω μὲν ὀρθοῖτ΄ ἂν ὅ λόγος ὅ παρὰ σεῦ εἰρημένος Her. — в таком случае было бы верно то, что ты сказал
8) возвеличивать, прославлять(Σικελίαν Pind.; ἄριστον ἀνδρῶν Plat.)
См. также в других словарях:
διεστραμμένα — διαστρέφω turn different ways perf part mp neut nom/voc/acc pl διεστραμμένᾱ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc/acc dual διεστραμμένᾱ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστραμμένας — διεστραμμένᾱς , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem acc pl διεστραμμένᾱς , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεστραμμένως — ἐπεστραμμένως (Μ) επίρρ. διεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επεστραμμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. επιστρέφομαι)] … Dictionary of Greek
ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… … Dictionary of Greek
παραπεποιημένως — Α επίρρ. εσφαλμένα, διεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παραπεποιημένος τού παραποιῶ] … Dictionary of Greek
παρασχηματίζω — Α 1. (ενεργ. και μεσ.) μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, αλλοιώνω το πραγματικό και γνήσιο σχήμα κάποιου («ὁ βασιλεύς... θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχημάτισται», Διοτογ. στον Στοβ.) 2. γραμμ. (ενεργ. και μεσ.) σχηματίζω μια λέξη από άλλη λέξη με μικρή… … Dictionary of Greek
στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… … Dictionary of Greek
στρεβλοκαρδιάζω — Μ [στρεβλοκάρδιος] έχω διεστραμμένα ψυχικά αισθήματα … Dictionary of Greek
στρεβλόστομος — ον, Μ 1. αυτός που έχει στραβό στόμα 2. (κυρίως με μτφ. σημ.) αυτός που μιλάει διεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + στομος (< στόμα), πρβλ. αθυρό στομος] … Dictionary of Greek
διεστραμμέναι — διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc pl διεστραμμένᾱͅ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)